infertility

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως υπογόνιμο χαρακτηρίζεται ένα ζευγάρι όταν δεν έχει επιτυχή εγκυμοσύνη έπειτα από συντονισμένες προσπάθειες ενός έτους (τελευταίες μελέτες τείνουν να αυξήσουν αυτό το όριο). Σε γυναίκες άνω των 35 ετών η διερεύνηση πιθανών αιτιών υπογονιμότητας θα πρέπει να ξεκινά μετά από 6 μήνες ανεπιτυχών προσπαθειών. Τέλος υπάρχουν και οι περιπτώσεις ζευγαριών με σαφείς παθολογικές ενδείξεις στις οποίες το προαναφερθέν χρονικό διάστημα μειώνεται ή και εκμηδενίζεται.

Στατιστικά στοιχεία υπογονιμότητας
Περίπου το 15-20% όλων των ζευγαριών αναπαραγωγικής ηλικίας αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας. Το ποσοστό αυξάνει καθώς μεγαλώνει η ηλικία της γυναίκας:

  • 15% των γυναικών ηλικίας 30-35 ετών.
  • 31% των γυναικών ηλικίας 35-40 ετών.
  • > 60% των γυναικών ηλικίας άνω των 40 ετών.

Τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία υποδηλώνουν την επίπτωση των διεργασιών γήρανσης στην ποιότητα των ωαρίων και την ομαλή λειτουργία της ωοθήκης.

Αίτια γυναικείας υπογονιμότητας

  • Ανωοθυλακιορρηξία που παρατηρείται σε:
    • Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
    • Πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια
    • Παχύσαρκες και λιποβαρείς γυναίκες
    • Έντονο stress
    • Υπερβολική σωματική άσκηση
    • Ηπατοπάθειες, νεφροπάθειες
    • Όγκοι εγκεφάλου
  • Ενδομητρίωση: ορίζεται η παρουσία ενδομητρίου εκτός της κοιλότητας της μήτρας. Απαντάται στο 20-25% των υπογόνιμων γυναικών, ενώ το 30-55% των γυναικών με ενδομητρίωση εμφανίζει πρόβλημα γονιμότητας. Σε αυτήν την περίπτωση η υπογονιμότητα μπορεί να οφείλεται στη δημιουργία συμφύσεων, στην καταστροφή του σπέρματος μετά την είσοδό του στο γεννητικό σύστημα της γυναίκας ή στη διαταραχή της ωοθηκικής λειτουργίας με κυριότερη την παρεμπόδιση της ωοθυλακιορρηξίας.
  • Η σαλπιγγίτιδα (φλεγμονή των σαλπίγγων), η υδροσάλπιγγα, η γενικευμένη πυελική φλεγμονή, η ενδομητρίωση και οι προηγηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις των έσω γεννητικών οργάνων είναι καταστάσεις που δημιουργούν συμφύσεις. Οι συμφύσεις με τη σειρά τους στραγγαλίζουν και αποφράσσουν τις σάλπιγγες.
  • Ινομυώματα μήτρας (κυρίως υποβλεννογόνια).
  • Eνδομητρικές συμφύσεις που οφείλονται σε φλεγμονές ή αποξέσεις.
  • Διαταραχές της τραχηλικής βλέννης, είτε ως προς την ποσότητά της, είτε ως προς τη σύσταση της, είτε ως προς την παρουσία αντισωμάτων που αδρανοποιούν τα σπερματοζωάρια.
  • Ηλικία άνω των 36-40 ετών.
  • Χρόνια λήψη φαρμάκων.
  • Σακχαρώδης διαβήτης.
  • Νοσήματα θυρεοειδούς αδένα.

Αίτια ανδρικής υπογονιμότητας

  • Κρυψορχία (μη κάθοδος όρχεων μετά τη γέννηση).
  • Κιρσοκήλη (διάταση φλεβών οσχέου).
  • Φλεγμονή όρχεων (με κυριότερη αιτία την παρωτίτιδα) και άλλες λοιμώξεις, όπως προστατίτιδα, επιδιδυμίτιδα.
  • Τραυματισμός γεννητικών οργάνων.
  • Συστροφή όρχεων.
  • Ιστορικό επεμβάσεων στα γεννητικά όργανα.
  • Απόφραξη εκφορητικών οδών σπέρματος, που δυσχεραίνει την εκσπερμάτωση.
  • Χρόνια λήψη φαρμάκων, έκθεση σε τοξικούς παράγοντες, ακτινοβολία όρχεων, αλκοόλ.
  • Ενδοκρινολογικά ή ανοσολογικά αίτια που αλλοιώνουν την ποιότητα του σπέρματος.
  • Υπερβολική σωματική άσκηση.
  • Στενά εσώρουχα ή παντελόνια, καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία στην περιοχή.

Υπογονιμότητα αγνώστου αιτιολογίας
Στο 15-20% των υπογόνιμων ζευγαρίων που υποβάλλεται σε πλήρη διαγνωστικό έλεγχο δεν ανευρίσκεται κάποιο αίτιο, οπότε η υπογονιμότητα χαρακτηρίζεται ως αγνώστου αιτιολογίας.
Διαγνωστική προσέγγιση
Αφού προηγηθεί η λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού από το ζευγάρι και πριν την εφαρμογή οποιασδήποτε μεθόδου υποβοήθησης, θα πρέπει να διερευνηθούν τρία θεμελιώδη ζητήματα:

  1. Η ποιότητα του σπέρματος.
  2. Η ύπαρξη διαταραχής στην ωοθυλακιορρηξία της γυναίκας.
  3. Η βατότητα των σαλπίγγων και η ύπαρξη παθολογικών καταστάσεων στη μήτρα.

Διαγνωστικός έλεγχος του άντρα

  • Περιλαμβάνει το σπερμοδιάγραμμα, το οποίο δίνει πληροφορίες για τον όγκο του σπέρματος, την οξύτητά του, τον αριθμό, τη μορφολογία και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, την περιεκτικότητα σε διάφορες ουσίες όπως η φρουκτόζη και τέλος την ύπαρξη φλεγμονής. Επί ενδείξεων φλεγμονής ακολουθεί καλλιέργεια σπέρματος.
  • Σε υπόνοια ύπαρξης αντισπερμικών αντισωμάτων ακολουθούν ειδικές εξετάσεις.
  • Υπερηχογράφημα προς αποκλεισμό κιρσοκήλης.
  • Επί σοβαρής ολιγοσπερμίας ή αζωοσπερμίας διενεργείται έλεγχος των χρωμοσωμάτων (καρυότυπος) καθώς και γονιδιακός έλεγχος για τον αποκλεισμό κυστικής ίνωσης.

Διαγνωστικός έλεγχος της γυναίκας

  • Υπερηχογράφημα: διαγιγνώσκονται παθολογίες όπως κύστεις ωοθηκών, υδροσάλπιγγες, πολύποδες ενδομητρίου, ινομυώματα, διαφράγματα κ.α.
  • Ορμονολογικός έλεγχος: διενεργείται όταν υπάρχει υπόνοια ενδοκρινολογικής διαταραχής (π.χ διαταραχές έμμηνου ρύσης, εικόνα πολυκυστικών ωοθηκών, τριχοφυϊα ανδρικού τύπου).
  • Ιολογικός έλεγχος: για ΗΙV, Hπατίτιδα Β και C (είναι απαραίτητος σε όλα τα ζευγάρια).
  • Διαπίστωση ωοθυλακιορρηξίας: μέτρηση της προγεστερόνης την 21η ημέρα του κύκλου ή υπερηχογράφημα για παρακολούθηση του επικρατούν ωοθυλακίου.
  • Καλλιέργεια κολπικού υγρού (Πλήρης): Λαμβάνεται δείγμα από τον κόλπο με έναν βαμβακοφόρο στυλεό που μοιάζει με μακριά μπατονέτα. Σκοπό έχει να ανιχνεύσει παθογόνους μικροοργανισμούς που υπάρχουν στον κόλπο και να τους ταυτοποιήσει. Όταν η καλλιέργεια είναι θετική, πρέπει να ακολουθείται πάντα αντιβιόγραμμα για να αποφεύγεται η εμπειρική θεραπεία έτσι ώστε η λοίμωξη να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα.
  • Υστεροσαλπιγγογραφία: Η γυναίκα καλείται να υποβληθεί σε υστεροσαλπιγγογραφία προκειμένου να εκτιμήσουμε τη λειτουργία των σαλπίγγων και να έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα της ενδομητρικής κοιλότητας. Η εξέταση αυτή συνιστάται σε γυναίκες που δεν έχουν ήδη γνωστές παθολογικές καταστάσεις περιοριστικές για την υπογονιμότητα όπως Φλεγμονώδης Νόσος της Πυέλου, προηγούμενη εξωμήτριο κύηση, ενδομητρίωση, κ.α.  
  • Βιοψία ενδομητρικού ιστού (λαμβάνεται στην ωχρινική φάση-PCR ενδομητρίου): Ο ιατρός πρέπει εξατομικευμένα, βάση ιστορικού να κρίνει εάν μια τέτοια εξέταση θα μπορούσε να έχει διαγνωστική αξία και θα τροποποιούσε κάτι στη θεραπευτική προσέγγιση της ασθενούς.
  • Διερεύνηση του τραχηλικού παράγοντα: πραγματοποιείται με την εξέταση της τραχηλικής βλέννης μετά από σεξουαλική επαφή με την εξής διαδικασία: 1 με 2 ημέρες πριν την αναμενόμενη ωοθυλακιορρηξία το ζευγάρι έρχεται σε επαφή. Η γυναίκα 2-10 ώρες μετά την επαφή προσέρχεται στο εργαστήριο, ώστε να ληφθεί βλέννη από τον τράχηλο της μήτρας. Στη συνέχεια εξετάζονται τα χαρακτηριστικά της βλέννης και διαπιστώνεται η παρουσία ή όχι των σπερματοζωαρίων εντός αυτής. Με τον τρόπο αυτό λαμβάνονται στοιχεία που αφορούν την απαραίτητη συνεργασία του ανδρικού με τον τραχηλικό παράγοντα.
  • Υστεροσκόπηση: πραγματοποιείται χωρίς αναισθησία (διαγνωστική υστεροσκόπηση) και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τη διάγνωση παθήσεων που αφορούν τον ενδοτράχηλο, το ενδομήτριο, την κοιλότητα της μήτρας και τα σαλπιγγικά στόμια. Πλεονεκτεί έναντι της υστεροσαλπιγγογραφίας και του διακολπικού υπερηχογραφήματος, καθώς επιτρέπει υπό άμεση όραση τον πλήρη έλεγχο της ενδομήτριας κοιλότητας και του τραχηλικού αυλού. Επιπρόσθετα, παρέχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης αποκατάστασης παθολογικών καταστάσεων π.χ λύση ενδοτραχηλικών και ενδομητρικών συμφύσεων, αφαίρεση πολυπόδων και διαφραγμάτων μήτρας. Μετά την υστεροσκόπηση η γυναίκα επιστρέφει άμεσα στις συνήθεις δραστηριότητες. Έχει αποδειχθεί πως τα αποτελέσματα επιτυχίας κυήσεων ειναι σημαντικά υψηλότερα μετά την υστεροσκοπική χειρουργική αποκατάσταση της ενδομητρικής παθολογίας.

Ενδείξεις υστεροσκόπησης στα πλαίσια διερεύνησης υπογονιμότητας:

  1. Διευκρίνιση υστεροσαλπιγγογραφικού ή υπερηχογραφικού ευρήματος που αφορά: συμφύσεις, πολύποδες, υποβλεννογόνια ινομυώματα, συγγενείς ανωμαλίες (π.χ διάφραγμα μήτρας).
  2. Ιστορικό εκτρώσεων, διαγνωστικών αποξέσεων και αυτόματων αποβολών.
  3. Προηγείται της εξωσωματικής γονιμοποίησης και επαναλαμβάνεται επί αποτυχίας κύησης μετά από δύο συνεχόμενες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης.
  4. Διερεύνηση ανεξήγητης υπογονιμότητας σε συνδυασμό με τη λαπαροσκόπηση.
  • Λαπαροσκόπηση: με τη λαπαροσκόπηση ελέγχεται η πύελος της γυναίκας και διαπιστώνεται η ύπαρξη παθολογικών καταστάσεων όπως οι συμφύσεις και η ενδομητρίωση, ερευνάται η βατότητα των σαλπίγγων και επισκοπείται ο ωοθηκικός ιστός. Η λαπαροσκόπηση επιτρέπει τον ακριβή έλεγχο όλων των οργάνων της πυέλου και τη δυνατότητα άμεσης αποκατάστασης των παθολογικών ευρημάτων. Η λαπαροσκόπηση σε συνδιασμό με την υστεροσκόπηση, όταν πραγματοποιούνται από έμπειρο χειρουργό, αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για τη θεραπεία πολλών παθολογικών καταστάσεων που οδηγούν σε υπογονιμότητα.

Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ σημαντική η εξατομικευμένη προσέγγιση της υπογονιμότητας. Ανάλογα με τα δεδομένα και το ιστορικό του κάθε ζευγαριού πρέπει να προσδιορίσουμε ποιες εξετάσεις είναι χρήσιμο να διενεργηθούν και ποιες όχι. Το ζευγάρι πρέπει να αντιμετωπισθεί από κοινού και κάθε στάδιο διερεύνησης να γίνει κατανοητό και από τα δύο μέλη. Οι ασθενείς πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τόσο τη διερεύνηση όσο και τη θεραπεία.

Υπάρχουν σαφείς κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τη διερεύνηση της υπογονιμότητας, όμως δεν είναι όλες οι εξετάσεις και κατ’ επέκταση οι θεραπείες για όλους. Στην εποχή με την ταχύτατη ανάπτυξη ολοένα και περισσότερων προηγμένων μοριακών και γενετικών εξετάσεων και χειρουργικών μεθόδων, η εξατομίκευση είναι η μόνη επιλογή.

 

Θεραπεία

Η θεραπευτική προσέγγιση της υπογονιμότητας θα πρέπει να είναι πλήρως εξατομικευμένη, καθώς μπορεί να συνυπάρχουν περισσότεροι του ενός παράγοντες υπογονιμότητας. Επιβάλλεται η πλήρης και σαφής ενημέρωση του ζευγαριού για το είδος και το μέγεθος του προβλήματος. Η αιτιολογική αντιμετώπιση ορισμένων καταστάσεων που οδηγούν σε υπογονιμότητα είναι:

  • Κλινικά και υπερηχογραφικά σημεία ενδομητρίωσης: ενδείκνυται διαγνωστική και επεμβατική λαπαροσκόπηση, κατά την οποία αφαιρούνται οι εστίες ενδομητρίωσης. Πρωταρχικός στόχος είναι η διατήρηση της γονιμότητας της γυναίκας με σεβασμό των ιστών από το χειρουργό. Μετά την επέμβαση συστήνεται στο ζευγάρι η άμεση έναρξη προσπαθειών για φυσική σύλληψη.
  • Ενδομητρικοί πολύποδες, υποβλεννογόνια ινομυώματα και διαφράγματα της μήτρας: συνιστάται υστεροσκοπική αντιμετώπιση του προβλήματος και άμεση έναρξη προσπαθειών για φυσική σύλληψη.
  • Απόφραξη και των δύο σαλπίγγων: ενδείκνυται εξωσωματική γονιμοποίηση. Αν οι σάλπιγγες εμπεριέχουν υγρό (υδροσάλπιγγες), συστήνεται πρώτα η λαπαροσκοπική αφαίρεσή τους και στη συνέχεια η διενέργεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
  • Διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας: αφού ελεχθούν όλοι οι πιθανοί παράγοντες που ενδέχεται να την προκαλούν , συνιστάται φαρμακευτική πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας υπό στενό εργαστηριακό έλεγχο, σε συνδιασμό με προγραμματισμένη σεξουαλική επαφή ή σπερματέγχυση.
  • Ήπιες διαταραχές σπέρματος: διενέργεια σπερματέγχυσης. Επί αποτυχίας 5 προσπαθειών σπερματέγχυσης συνιστάται εξωσωματική γονιμοποίηση.
  • Σοβαρή ολιγοσπερμία ή και ασθενοσπερμία: συνιστάται εξωσωματική γονιμοποίηση.
  • Αζωοσπερμία (απουσία σπερματοζωαρίων στο σπέρμα): εφόσον υπάρχει δυνατότητα ανεύρεσης σπερματοζωαρίων στους όρχεις ή την επιδιδυμίδα γίνεται λήψη τους με μικροχειρουργικό τρόπο και στη συνέχεια διενεργείται εξωσωματική γονιμοποίηση.
  • Όταν από τον πλήρη έλεγχο της υπογονιμότητας δεν ανευρίσκεται συγκεκριμένο αίτιο (ανεξήγητη υπογονιμότητα), ενδείκνυται η διενέργεια σπερματεγχύσεων. Έπειτα από 5 αποτυχημένες προσπάθειες συνιστάται η εξωσωματική γονιμοποίηση.

 

Θα πρέπει εκ νέου να τονιστεί πως υπογόνιμο θεωρείται ένα ζευγάρι όταν δεν έχει επιτυχή εγκυμοσύνη έπειτα από συντονισμένες προσπάθειες τουλάχιστον ενός έτους. Ο σεβασμός του χρονικού αυτού διαστήματος κρίνεται απαραίτητος τόσο από την πλευρά του ζευγαριού όσο και από την πλευρά του γιατρού. Το ζευγάρι θα πρέπει να αποτρέπεται από περιττές διαγνωστικές και επεμβατικές πράξεις, καθώς είναι σύνηθες φαινόμενο η επίτευξη φυσικής σύλληψης εντός αυτού του χρονικού διαστήματος.Η εξωσωματική οφείλει να αποτελεί την τελευταία λύση αφού πρώτα έχουν εξαντληθεί όλες οι πιθανότητες για την επίτευξη φυσικής σύλληψης.

 

Σπερματέγχυση

 

Η ενδομητρική σπερματέγχυση (IUI) αποτελεί τη συχνότερη μέθοδο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και θεωρείται μέθοδος πρώτης εκλογής. Πρόκειται για απλή και ανώδυνη διαδικασία που διενεργείται στο ιατρείο ή στο νοσοκομείο, χωρίς αναισθησία.

Η σπερματέγχυση πλεονεκτεί έναντι της εξωσωματικής γονιμοποίησης καθώς είναι σαφώς λιγότερο παρεμβατική μέθοδος, μιμείται τη φυσική σύλληψη και έχει μικρότερο κόστος.

Σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO), θα πρέπει να προηγούνται 4-6 προσπάθειες σπερματέγχυσης πριν αποφασιστεί να υποβληθεί το ζευγάρι σε εξωσωματική γονιμοποίηση.

 

Ενδείξεις σπερματέγχυσης:

  • Γυναίκες με ασταθή κύκλο (π.χ σύνδρομο πολυκυστικών  ωοθηκών  ή διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας), στις οποίες πραγματοποιείται πρόκληση ωορρηξίας με φάρμακα.
  • Γυναίκες με φυσιολογική ανατομία του γεννητικού συστήματος.
  • Ήπιου / μέτριου βαθμού ενδομητρίωση.
  • Σύντομο χρονικό διάστημα  υπογονιμότητας με ταυτόχρονη όμως παρουσία μέτριου βαθμού ολιγο-ασθενοσπερμίας στον άνδρα και σάλπιγγες βατές/ελεύθερες από συμφύσεις στη γυναίκα.
  • Ανεξήγητη υπογονιμότητα.
  • Ενδείξεις εχθρικής τραχηλικής βλέννας.
  • Ανεπάρκεια τραχηλικής βλέννας, λόγω προηγηθείσας χειρουργικής επέμβασης (η τραχηλική βλέννα φυσιολογικά διευκολύνει την πορεία του σπέρματος). Η περίπτωση αυτή είναι η μοναδική κατά την οποία έχει ουσιαστικό νόημα η σπερματέγχυση σε φυσιολογικό εμμηνορυσιακό κύκλο, δηλαδή χωρίς τη διέγερση ωοθηκών.
  • Στυτική δυσλειτουργία.
  • Ζευγάρια που βιώνουν δυσκολίες κατά τη σεξουαλική επαφή.
  • Γυναίκες χωρίς σύντροφο που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν σπέρμα δότη.

 

Έλεγχος βατότητας σαλπίγγων

Απαραίτητη προϋπόθεση πριν την έναρξη της διαδικασίας της σπερματέγχυσης είναι να βεβαιωθεί ο γιατρός πως οι σάλπιγγες της γυναίκας είναι βατές. Η τυπική μέθοδος για την αξιολόγηση της υγείας της πυέλου και της βατότητας των σαλπίγγων είναι η λαπαροσκόπηση με  ταυτόχρονη έγχυση  χρωστικής ουσίας.

Κατά τη λαπαροσκόπηση ο γιατρός επισκοπεί τη γυναικεία πύελο με την εισαγωγή κάμερας στην κοιλιακή χώρα. Όταν οι σάλπιγγες είναι βατές, η χρωστική ουσία περνά ελεύθερα. Η λαπαροσκόπηση πραγματοποιείται υπό αναισθησία, σύντομης χρονικής διάρκειας.

Μια άλλη μέθοδος αξιολόγησης της βατότητας των σαλπίγγων είναι η υστεροσαλπιγγογραφία. Για τη διενέργεια της δεν απαιτείται αναισθησία και πραγματοποιείται  υπό ακτινολογικό έλεγχο. Είναι απλούστερη διαδικασία από τη λαπαροσκόπηση, υστερεί όμως στην διαγνωστική της αξία.

 

Ποια είναι η διαδικασία της Σπερματέγχυσης;

Με τη σπερματέγχυση, δείγμα σπέρματος (του συζύγου ή δότη) προετοιμάζεται ώστε να διαχωριστούν τα σπερματοζωάρια που κινούνται γρήγορα από αυτά που κινούνται αργά ή αυτά που δεν κινούνται καθόλου. Συνήθως, απαιτείται επεξεργασία του σπέρματος διάρκειας 2 ωρών. Δεν εισάγεται σπέρμα απευθείας στην ενδομητρική κοιλότητα λόγω των χημικών ουσιών που περιέχονται  στο σπερματικό υγρό, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν εξαιρετικά επώδυνες συστολές της μήτρας ή αναφυλακτικές αντιδράσεις. Εξάλλου, με την επεξεργασία του σπέρματος είναι δυνατόν να ενισχυθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σπέρματος. Στη συνέχεια, τα σπερματοζωάρια με τη μεγαλύτερη κινητικότητα, μέσα σε κατάλληλο καλλιεργητικό υλικό, εισάγονται μέσω του τραχήλου στη μήτρα χρησιμοποιώντας ένα λεπτό, εύκαμπτο καθετήρα.

Πρόκειται για μια ανώδυνη διαδικασία που μοιάζει με το τεστ Παπ και διαρκεί περίπου 5-10 λεπτά. Η γυναίκα επιστρέφει στις συνήθεις δραστηριότητες αμέσως μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία.

Η σπερματέγχυση πρέπει να πραγματοποιηθεί λίγες ώρες πριν ή μετά την ωορρηξία, καθώς το ωάριο μπορεί να γονιμοποιηθεί έως 24 ώρες από την ωορρηξία.

Η σπερματέγχυση μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια ενός φυσικού κύκλου  ωοθηλακιορρηξίας ή ενός κύκλου διέγερσης των ωοθηκών. Η σπερματέγχυση μετά από ήπια διέγερση των ωοθηκών είναι συνήθως πιο αποτελεσματική, με πιθανότητα σύλληψης περίπου 25% ανά προσπάθεια, σε σύγκριση με 10 – 15% πιθανότητα σύλληψης σε περίπτωση φυσικού κύκλου. Στόχος της φαρμακευτικής διέγερσης είναι η ωρίμανση δύο ωοθυλακίων, προκειμένου να αυξηθούν οι πιθανότητες σύλληψης.

Η ωρίμανση ενός μόνο ωοθυλακίου προτιμάται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • Νέες γυναίκες, ιδίως γυναίκες με ασταθή καταμήνιο κύκλο.
  • Γυναίκες στις οποίες αντενδείκνυται πολλαπλή κύηση.
  • Σπερματέγχυση με σπέρμα δότη σε γυναίκες χωρίς ιστορικό υπογονιμότητας.

 

Μπορεί να γίνει σπερματέγχυση σε περιπτώσεις ανδρικής υπογονιμότητας;

Η βασική προϋπόθεση της σπερματέγχυσης είναι η απουσία σημαντικής διαταραχής στον αριθμό των σπερματοζωαρίων ή στην ποιότητα του σπέρματος. Στην περίπτωση που τα χαρακτηριστικά του σπέρματος δεν καλύπτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις το ζευγάρι οδηγείται σε εξωσωματική γονιμοποίηση  ή πιο σπάνια  μπορεί να χρησιμοποιηθεί  σπέρμα δότη (ετερόλογη σπερματέγχυση). Σε αυτή την περίπτωση το σπέρμα προέρχεται από τράπεζα σπέρματος.

Τα ποσοστά επιτυχίας της σπερματέγχυσης εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες (ωοθυλακιορρηξία, ηλικία της γυναίκας, ποιότητα και αριθμός των σπερματοζωαρίων κ.λ.π.). Οι επαναλήψεις, σε συνδυασμό με τη σωστή αξιολόγηση των περιστατικών, μπορούν να οδηγήσουν σε πολύ υψηλό ποσοστό επιτυχίας. Όλες οι παράμετροι αξιολογούνται από τον ειδικό γυναικολόγο.